δίπατος

δίπατος
-η, -ο
1. αυτός που έχει δύο πάτους, πυθμένες
2. (για οικοδόμημα) αυτός που έχει δυό πατώματα, διώροφος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δίπατος — η, ο διώροφος, που αποτελείται από δύο πατώματα: Μένουν σε δίπατη οικοδομή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρίπατος — η, ο / τρίπατος, ον, ΝΜ τριώροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πάτος (πρβλ. δίπατος)] …   Dictionary of Greek

  • διώροφος — η, ο αυτός που αποτελείται από δύο ορόφους, δίπατος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”